αισθητική (η)
1. (φιλοσ.) ο κλάδος που ασχολείται με την φύση και τα κριτήρια αξιολογήσεως του ωραίου.
2. η περιγραφή και ερμηνεία των καλλιτεχνικών φαινομένων και της αισθητικής εμπειρίας με μεθόδους άλλων επιστημών.
3. η ιδιαίτερη φιλοσοφική θεωρία η αντίληψη για το ωραίο και την τέχνη.
4. (ειδικοτ.) η αντίληψη που διαμορφώνει για το ωραίο ένα άτομο η μια ομάδα ατόμων.
5. η συνολική αντίληψη περί του ωραίου, που χαρακτηρίζει έναν χώρο η πολιτισμό.
[(ετυμ.) αντιδαν., < γερμ. Aesthetik < αρχ. Αισθητική, θηλ. του επιθέτου αισθητικός. Ο όρος Aesthetik πλάστηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο A. Baumgarten περί τα μέσα του 18ου αιώνα.]